- γεωμετρῶν
- γεωμέτρηςland-measurermasc gen plγεωμετρέωmeasurepres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Σαλ, Μισέλ — (Chasles). Γάλλος μαθηματικός (Επερνόν 1793 – Παρίσι 1880). Απόχτησε μεγάλη φήμη το 1837, μετά τη δημοσίευση του έργου του Ιστορική επισκόπηση πάνω στην αρχή και την εξέλιξη των μεθόδων στη γεωμετρία. Χρημάτισε καθηγητής της γεωδαισίας και της… … Dictionary of Greek